καλινδήθρα

καλινδήθρα
καλινδήθρα και ἀλινδήθρα, ἡ (Α)
τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλινδοῦμαι + κατάλ. -θρα (πρβλ. κοιμή-θρα, κυλινδή-θρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλινδήθρα — καλινδήθρᾱ , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem nom/voc/acc dual καλινδήθρᾱ , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλινδήθρας — καλινδήθρᾱς , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem acc pl καλινδήθρᾱς , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλινδήθραν — καλινδήθρᾱν , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλινδήθραις — καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καλινδούμαι — καλινδοῡμαι, έομαι (Α) 1. κυλίομαι, περιστρέφομαι, κυλιέμαι 2. ασχολούμαι διαρκώς με κάτι, περνώ τον καιρό μου κάπου, περνώ τις ώρες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται προφανώς για προϊόν συμφυρμού τών ρ. ἀλινδοῦμαι και κυλινδοῦμαι. Η λ. εμφανίζει δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”